εκκυβεύω

εκκυβεύω
μετ. разыгрывать (выигрыши)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκκυβεύω" в других словарях:

  • εκκυβεύω — (AM ἐκκυβεύω) νεοελλ. βγάζω από την κληρωτίδα τους λαχνούς που κερδίζουν, κληρώνω αρχ. 1. παίζω κύβους 2. διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω 3. παθ. νικιέμαι στους κύβους …   Dictionary of Greek

  • ἐκκυβευθεῖσα — ἐκκυβεύομαι aor part pass fem nom/voc sg ἐκκυβεύω play at dice aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκυβεύειν — ἐκκυβεύομαι pres inf act (attic epic) ἐκκυβεύω play at dice pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»